- λιθοτομεῖον
- λιθο-τομεῖον, τό, die Werkstätte des λιϑοτόμος
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
λιθοτομείον — λιθοτομεῑον, τὸ (Α) [λιθοτόμος] 1. λατομείο 2. τομή για εξαγωγή λίθου σχηματισμένου σε κύστη, λιθοτομία … Dictionary of Greek